Μπρεντάνο, Κλέμενς

Μπρεντάνο, Κλέμενς
(Klemens Brentano, Ερενμπραϊτσάιν-αμ-Ράιν 1778 – Ασάφενμπουργκ 1842). Γερμανός ποιητής, από τους πιο προικισμένους του γερμανικού ρομαντισμού. Ο Ιταλός πατέρας του τον προόριζε για το εμπόριο, αλλά ο Μ. γρήγορα ακολούθησε πολύ διαφορετικούς δρόμους: το 1798 σπούδαζε στο Πανεπιστήμιο της Ιένας, όπου σύχναζε στο σπίτι του Σλέγκελ και στον κύκλο των ρομαντικών. Η ιδιωτική του ζωή ήταν ανήσυχη και ταραχώδης· στα τελευταία του χρόνια έγινε ένθερμος καθολικός και αφοσιώθηκε σε θρησκευτικούς στοχασμούς, γράφοντας μόνο έργα με τάσεις μυστικιστικές. Συνεργάστηκε με τον Άρνιμ στη συλλογή της γερμανικής λαϊκής ποίησης. Στο νεανικό του μυθιστόρημα Γκόντβι (1801-1802), εμπνευσμένο από τον Βίλχελμ Μάιστερ του Γκέτε, άφησε ανεξέλεγκτα ελεύθερη τη φαντασία του, όπως άλλωστε και σε όλα σχεδόν τα έργα του. Το καλύτερο μέρος της δημιουργίας του είναι η ποίησή του (ο θρύλος της Λορελάι είναι δικός του) και προπάντων οι μύθοι του, που γράφτηκαν από το 1805 μέχρι το 1811 (αλλά δημοσιεύτηκαν πολύ αργότερα) και είναι από τους ωραιότερους της γερμανικής λογοτεχνίας: Το παραμύθι των Γκόκελ, Χίνκελ και Γκακελάια, Το παραμύθι του δασκάλου Κλόπφστοκ και των πέντε γιών του, Το παραμύθι του ράφτη Ζίμπεντοτ κλπ. Από τις νουβέλες του είναι πολύ γνωστή η τρυφερή και μελαγχολική Ιστορία του καλού Κάσπερλ και της ωραίας Άνερλ (1817). Ο Γερμανός ποιητής Κλέμενς Μπρεντάνο, εκπρόσωπος του γερμανικού ρομαντισμού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Άρνιμ, Άχιμ φον- — (Achim von Arnim, Βερολίνο 1781 – Βίιπερσντορφ 1831). Γερμανός συγγραφέας. Απόγονος Πρώσων βαρόνων, σπούδασε μαθηματικά, φυσική και χημεία στο Χάλε και το Γκέτινγκεν, όμως αφιερώθηκε αργότερα στη λογοτεχνία. Συγγραφέας παραμυθιών και δραμάτων,… …   Dictionary of Greek

  • λαογραφία — Η επιστήμη που μελετά το σύνολο των εκδηλώσεων και των φαινομένων ενός λαϊκού πολιτισμού (ήθη, έθιμα, τέχνη, λογοτεχνία, υλικό βίο κ.ά.). Στη διεθνή ορολογία έχει επικρατήσει η αγγλική λέξη folkore (σύνθεση των λέξεων folk = λαός, και lore =… …   Dictionary of Greek

  • εξωτισμός — Τάση επιλογής, στην καλλιτεχνική και λογοτεχνική παραγωγή, θεμάτων και μοτίβων, γεγονότων και μορφών, συνηθειών και τοπίων άλλων χωρών, εξαιρετικά πλούσιων σε γραφικότητα και τοπικό χρώμα, έτσι που, με τη συνδρομή του στοιχείου του ερωτισμού ή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”